- καλλιεργήσιμος
- arable
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καλλιεργήσιμος — η, ο [καλλιεργώ] (για έδαφος, έκταση κ.λπ.) αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί, ο δεκτικός καλλιέργειας … Dictionary of Greek
καλλιεργήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί: Αγόρασα δέκα στρέμματα καλλιεργήσιμης γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άροτος — ἄροτος, ο (Α) [αρώ] 1. ο καλλιεργήσιμος αγρός 2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή 3. το όργωμα, η καλλιέργεια 4. η εποχή για καλλιέργεια 5. μτφ. η γέννηση παιδιών … Dictionary of Greek
γεωργήσιμος — η, ο (AM γεωργήσιμος, ον) [γεωργώ] ο κατάλληλος για καλλιέργεια, καλλιεργήσιμος … Dictionary of Greek
εργάσιμος — η, ο (AM ἐργάσιμος, ον και ος, η, ον) [εργασία] ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου») αρχ. μσν. (για γη) καλλιεργήσιμος αρχ. 1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ… … Dictionary of Greek
νεάσιμος — νεάσιμος, ον (Α) [νεώ (Ι)] αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί εκ νέου, ο καλλιεργήσιμος … Dictionary of Greek
εργάσιμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί, να δουλευτεί, καλλιεργήσιμος: Ξύλο εργάσιμο. 2. για χρόνο, εκείνος κατά τον οποίο μπορεί ή πρέπει να εργαστεί κανείς: Το γραφείο δέχεται τους πολίτες σε μέρες και ώρες εργάσιμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)